Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Η γλωσσική έκφραση των παιδιών στην εποχή της καραντίνας

Την εποχή της καραντίνας κληθήκαμε μέσω της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης να συνεχίσουμε το μάθημά μας και την επαφή μας με τους μαθητές μας. Πλάι στις ασκήσεις που ορίζει η ύλη του αναλυτικού προγράμματος, αποφάσισα ότι οι μαθητές (όσοι το επιθυμούσαν) θα έπρεπε να έχουν την ευκαιρία για έκφραση. Για άλλη μία φορά, εντυπωσιάστηκα με τη ματιά τους και τον τρόπο που προσεγγίζουν ένα έργο τέχνης. Έτσι λοιπόν τους έδωσα μια σειρά από προαιρετικές ασκήσεις με τη θεματική "Η Τέχνη ως αφετηρία για γλωσσική έκφραση". Ενδεικτικά παραθέτω κάποια κείμενα των μαθητών μου που με έκαναν να σταθώ και να αναλογιστώ τον πλούτο της φαντασίας τους...

Πάντα τους έδινα ένα ερέθισμα, έναν πίνακα ζωγραφικής, καλλιτεχνικές φωτογραφίες, ένα γλυπτό, μελωδίες...

Η αρχή έγινε  με ένα βίντεο με τίτλο “Playing with the moon”. Πρόκειται για μια σειρά από φωτογραφίες που ο φωτογράφος εκμεταλλευόμενος την τεχνική της προοπτικής απαθανάτισε ανθρώπους πλάι στο φεγγάρι να παίζουν μαζί  του.

https://www.youtube.com/watch?v=Qja-iagDn4E

Οι μαθητές σκάρωσαν στιχάκια για το φεγγάρι...


Ίσως οι λύκοι αγαπάνε το φεγγάρι,
Γι’ αυτό κλαίνε μια φορά τον μήνα,
Διότι δεν μπορούν να το συναντήσουν.

Αν ποτέ νιώσεις μοναχικός,
Απλά κοίτα το φεγγάρι

Ήταν σαν το φεγγάρι ,
ένα μέρος της πάντα κρυβόταν

Νιώσε το φως της πανσελήνου,
που διοχετεύεται στο σώμα μας,
μέχρι να καταλάβουμε πως είναι
η αγάπη

Το φεγγάρι είναι ένας φίλος,
 για αυτούς που νιώθουν μοναχικά

Πέταξε με στο φεγγάρι
 άσε με να παίξω ανάμεσα στα άστρα
άσε με να δω πως είναι το φθινόπωρο
στον Δια και στον Άρη
με άλλα λόγια κράτα το χέρι μου
με άλλα λόγια μίλησε μου
                                                   Ε. Μ.


Να το φεγγάρι,
Τ’ ήλιου μικρός αδελφός,
Χάνεται, στο φως.

Και όσο κάτω απ’ το φεγγάρι κάθομαι και παραμιλώ,
στα  βάθη της ψυχής μου την αγάπη σου σκέφτομαι και αναπολώ.
                                                                                                                             Μ. Π.


Υπερπανσέληνος απόψε
πόσο θέλω να την δω
θα απέχει 356.907 χιλιόμετρα
δεν είναι συγκλονιστικό;
                                                Π.Π.

Κύκλους κάνει το φεγγάρι
Μια γεμίζει και μια αδειάζει
Ξάγρυπνο όλη τη νύχτα φέγγει
Και τους μόνους συντροφεύει
________________________________

Κοντά στο φεγγάρι αν θα πας
Τη λάμψη του φερ’ την και σε μας

Αν δεν πιστεύεις
Δεν θα παίξεις

Ζήσε τη στιγμή
Γιατί άλλη δε θα βρεις

Τη νύχτα θα βγει
Για να σε γαληνέψει

Κρύβεται τη μέρα,
Για να σε φυλάει τη νύχτα
                                                                Ανώνυμα

Είπα να βγω να ξεχάσω
το φεγγάρι να ψάξω
σκέφτηκα, δεν μπορεί
κάπου θα εμφανιστεί
ήταν μισό, αλλά ακόμη εδώ
προσπάθησα να το πιάσω
μα δεν μπόρεσα να φτάσω
γύρισα σπίτι
όμως πάλι αδύνατο να τον ξεχάσω 
                                                                    Χ. Ν.


" Μπορεί να υπάρχει εκεί έξω κάποιος άνθρωπος που να είναι μακριά κι όμως να τον νοιώθετε τόσο κοντά, σαν το φεγγάρι"
" Αν η μέρα σου είναι δύσκολη σκέψου ότι υπάρχει το φεγγάρι φωτεινό τη νύχτα, και σκοτεινό στην μέρα"
" Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τέλειοι, όλοι έχουν ένα φεγγάρι στην μέρα και έναν ήλιο στην νύχτα"
"Μην είσαι απαισιόδοξος... Γιατί το μυαλό σε αφήνει να κοιτάξεις μόνο τα αστέρια, όχι το φεγγάρι"
" Σε έναν άνθρωπο να κοιτάς το φεγγάρι στο σκοτάδι του και τον ήλιο στην συννεφιά του"                                                                                                                                      Δ. Δ.


Στη συνέχεια δόθηκε αυτός ο πίνακας ζωγραφικής του Κώστα Παναγιωτακόπουλου (καθηγητή μου στο Γυμνάσιο στα Εικαστικά και πλέον καλού μου φίλου) και οι μαθητές έγραψαν τις ιστορίες τους:



Έτσι θα μπορούσε να ήταν ένα παιδικό όνειρο… Ακόμα και ενός ενηλίκου. Με χρώματα, παράξενα σχήματα, σχέδια. Νιώθεις ευτυχισμένος σε ένα τέτοιο μέρος. Καταλαβαίνεις πως τίποτα δεν πάει λάθος. Ο χρόνος θα κυλάει σαν ρυάκι. Θα βγαίνεις απ’ την βαμμένη με ουράνιου τόξου χρώματα πολυκατοικία σου και θα χαιρετάς τον μανάβη με τα πορτοκαλί σγουρά μαλλιά. Θα βλέπεις τα παιδιά στο πάρκο να κάνουν σκοινάκι με μία ακτίνα Ήλιου που την δανείστηκαν. Προχωρώντας πιο κάτω θα αντικρίζεις την κυρία Πηνελόπη που αρνείται να μοιραστεί την συνταγή για τα πράσινα κουλουράκια με γεύση ηλιοτρόπιου. Μετά από αυτήν την ευχάριστη μεγάλη βόλτα γυρίζεις σπίτι σου. Ο όροφος έχει πολλές πόρτες αλλά εσύ ξεχωρίζεις του δικού σου διαμερίσματος από το μωβ της χρώμα. Πας να βγάλεις τα κλειδιά απ’ την τσέπη μέχρι που συνειδητοποιείς ότι τα έχασες. Δάκρυα από καραμέλες κυλούν στα μάγουλα σου. Αφού στερέψεις από δάκρυα και έχεις φάει τις καραμέλες, σηκώνεσαι και με αποφασιστικό βήμα ψάχνεις σε όλα τα μέρη που πέρασες το πρωί. Κανείς δεν είχε δει τα κλειδιά σου. Πιο πολύ στεναχωρήθηκες επειδή είχε μαζί κι ένα μπρελόκ με ένα κομμάτι πέτρας από τον Άρη. Καθώς κατευθύνεσαι προς τον Καρρά τον κλειδαρά ακούς γέλια βροντερά. Στρίβεις δεξιά και βλέπεις δύο καλικαντζάρους να παίζουν με κλειδιά. Πλησιάζεις αργά και αυτοί τρέχουν μακριά. Αρχίζει το κυνηγητό χωρίς κανένα δισταγμό. Τους φτάνεις καθώς είσαι γρήγορος πολύ και αυτοί κοκκινίζουν από τον εξευτελισμό. Παίρνεις τα κλειδιά και ταβάς για αλλού φωνάζοντας «Έχε γεια!».    Α.Π.

Σε ένα μακρινό χωριό υπήρχε ένα κορίτσι το οποίο ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά της ηλικίας της .Της άρεσε πολύ να περνάει την ώρα της διαβάζοντας βιβλία καθώς είχε αναπτύξει και πολύ καλή γνώμη για τον κόσμο γύρω της . Όλοι έλεγαν πως είχε ένα μυαλό ενήλικα μέσα σε ένα παιδικό σώμα .Βοηθούσε πολύ την οικογένεια της καθημερινά πηγαίνοντας να κάνει τα απαραίτητα ψώνια .
Ένα πρωί λοιπόν πήγε όπως πάντα μια βόλτα. Ήταν πολύ ευγενική σε όλους καθώς με το μεγάλο χαμόγελο της χαιρέταγε όλους τους ανθρώπους γύρω της λέγοντας τους καλημέρα . Πήγε στο βιβλιοπωλείο για να νοικιάσει  ένα άλλο βιβλίο ώστε να ασχοληθεί το απόγευμα.
Μετά από την βόλτα της αποφάσισε να πάει σπίτι της αλλά από έναν δρόμο μέσα σε ένα πάρκο που έχει ανακαλύψει η ίδια διότι είχε ησυχία και ήταν πολύ ωραίο . Περπατώντας μέσα στο πάρκο άκουσε μια φωνή. Της φάνηκε σαν να ήταν από ένα ζώο. Πλησίασε για να δει τι ήταν . Έψαχνε για πολύ ώρα , ώσπου έψαξε πίσω από έναν θάμνο και ξαφνικά είδε μια πολύχρωμη πόρτα. Της φάνηκε πολύ περίεργο γιατί δεν την είχε ξαναδεί. Χτύπησε την πόρτα να δει μήπως της απαντήσει κάποιος όμως κανείς δεν απάντησε. Αλλά είχε πολύ περιέργεια και για αυτό αποφάσισε να την ανοίξει .
Ανοίγοντας την πόρτα είδε έναν διάδρομο ο οποίος ήταν περικυκλωμένος από φυτά . Όμως συνέχισε να περπατάει . Σε λίγο ο διάδρομος τελείωσε και αντίκρισε μπροστά της κάτι εξωπραγματικό . Ήταν ένας άλλος κόσμος σαν αυτόν που βλέπουμε όλοι στα όνειρα μας. Μπροστά της είχε μια λίμνη όπου τα νερά της γυάλιζαν σαν να είχαν χρυσόσκονη καθώς τα ψάρια μέσα σε αυτήν ήταν πολύχρωμα . Μέσα είχε και κάποια φανταστικά πλάσματα  τα οποία τα ήξερε διότι τα είχε διαβάσει στα βιβλία της . Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της ! Η λίμνη είχε μια γέφυρα και αποφάσισε να την διασχίσει . Ήταν φτιαγμένη από κάγκελα τα οποία έμοιαζαν με σαλιγκάρια. Από την άλλη πλευρά της λίμνης είδε πολλά χρωματιστά σπίτια . Το καθένα από αυτά ήταν ξεχωριστά και καλοφτιαγμένα .Όμως δεν είχε δει κανέναν εκεί  . Συνέχισε να προχωράει και είδε μια πλατεία γεμάτη με κόσμο . Ήταν πλημμυρισμένη με φώτα και φαναράκια καθώς είχες και δυνατή μουσική . Πίστευε πως ήτανε ένα είδος πανηγυριού διότι όλοι τραγουδούσαν και χόρευαν ενωμένοι . Μπορούσε να δει τα χαμόγελα τους από μακριά. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένας δυνατός ήχος, κοίταξε πάνω στον ουρανό και είδε πολλά πυροτεχνήματα με πολλά σχέδια. Αποφάσισε να μείνει σε αυτόν τον κόσμο για λίγο και να διασκεδάσει γιατί της άρεσε πολύ . Και σε ποιον δεν θα άρεσε !
Όμως όσο κι να ήθελε να μείνει ήξερε πως δεν μπορούσε διότι θα ανησυχούσε η οικογένεια της οπότε προσπάθησε να βρει τον δρόμο πίσω . Λίγο πριν την έξοδο της γύρισε και αποχαιρέτησε αυτό το μέρος καθώς ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της. Άνοιξε την πόρτα και πέρασε ξανά στον κόσμο της . Η πόρτα εξαφανίστηκε.
Πήγε στο σπίτι της και ανυπομονούσε να πει στην οικογένεια της  τι έγινε. Όμως κανείς δεν την πίστεψε . Οπότε σκέφτηκε, πως δεν θα την πιστέψει κανείς άλλος. Όμως έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της καθώς είπε φωναχτά « δεν θα το ξεχάσω ποτέ και θα προσπαθήσω να κάνω τον κόσμο μας έτσι ώστε να μοιάζει με παραμύθι και να αρέσει σε όλους !»  Ε. Μ.

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα  μακρινό  χωριουδάκι  της   Ουρανούπολης , ζούσαν αρμονικά τα σχήματα και τα χρώματα. Τρίγωνα, τετράγωνα, κύκλοι, αστέρια, το μπλε, το κίτρινο, το κόκκινο, το καφέ και τόσα άλλα βοηθούσαν το ένα το άλλο και δημιουργούσαν όμορφα πράγματα, όπως  πράσινα λιβάδια, πολύχρωμα σπίτια, γαλάζια καθάρια νερά των λιμνών  κ.α. Όλα ήταν ήσυχα  και η ζωή κυλούσε ωραία, μέχρι που τα ζώα, τα οποία τους επισκέφτηκαν, θαμπώθηκαν από την ομορφιά του τοπίου και αποφάσισαν να ζήσουν  μαζί τους. Τόσο όμορφη πόλη δεν είχαν ξαναδεί.
   Αυτή η ιδέα δεν άρεσε καθόλου στα  σχήματα. Φοβόντουσαν  πως θα τους κατέστρεφαν ότι όμορφο είχαν δημιουργήσει. Όμως  και  στα ζώα δεν άρεσε και πολύ η απάντηση που πήραν από τα σχήματα,  γι΄ αυτό και τους ζήτησαν να παίξουν ένα παιχνίδι λέξεων και γνώσεων, χωρίς όμως τα χρώματα να τα βοηθήσουν και αν νικούσαν θα έμεναν μαζί τους. Τα σχήματα αρχικά αρνήθηκαν. Τα ζώα τότε έκλεισαν τα χρώματα σε έναν γυάλινο πύργο. Μετά από λίγο τα σπίτια, οι ποταμοί και τα σχήματα άρχισαν να χάνουν το χρώμα τους και να ξεθωριάζουν. Τότε τα σχήματα κατάλαβαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή, έτσι αναγκάστηκαν να δεχτούν.
     Ο αγώνας ξεκίνησε. Στην αρχή κέρδιζαν τα ζώα. Όμως η συμπεριφορά τους ήταν άσχημη. Συνέχεια ζητωκραύγαζαν, έκαναν ζαβολιές, κορόιδευαν τα σχήματα όταν απαντούσαν λάθος. Αλλά στον τελευταίο γύρο τα ζώα δεν μπόρεσαν να απαντήσουν στην ερώτηση ‘ Τι κάνει τη ζωή μας πιο όμορφη?’ . Το πιο μικρό από τα σχήματα τότε πετάχτηκε και είπε : ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ. Αυτή ήταν και η τελευταία ερώτηση.
   Καθώς  περίμεναν τα αποτελέσματα, τα ζώα συνέχισαν να κάνουν φασαρία και να καυχώνται, ενώ τα σχήματα καθόντουσαν ήσυχα- ήσυχα.
 Τα αποτελέσματα βγήκαν και νικητές ήταν τα σχήματα, γιατί κατάφεραν να απαντήσουν σε κάτι τόσο απλό όμως τόσο δύσκολο να το κατανοήσουν κάποιοι οι οποίοι δεν έδιναν σημασία στα απλά και καθημερινά πράγματα, στα συναισθήματα των άλλων, κάποιοι οι οποίοι νοιάζονταν μόνο για το δικό τους κέρδος και συμφέρον. Τα ζώα έφυγαν ηττημένα, με το κεφάλι κατεβασμένο. Είχαν πια καταλάβει το λάθος τους. Τα  χρώματα ήταν και πάλι ελεύθερα.
     Μετά από πολλές μέρες επανήλθε η ηρεμία και πάλι στην χώρα των σχημάτων και των χρωμάτων. Και που και που καλούσαν και τα ζώα για ένα παιχνίδι  ερωτήσεων.  
Η. Κ.


Μια φορά κι ένα καιρό ο μικρός Μίτο και ο φίλος του ο ιππόκαμπος, έβαλαν πλώρη για το υπέροχο νησί των <<Χρωμάτων και της Χαράς>> που’ χαν ακούσει να το περιγράφουν οι γεροντότεροι.
Θέλανε να το βρουν, να εξερευνήσουν κάθε γωνιά του νησιού, να γνωρίσουν τους κατοίκους του.
Ταξιδεύουν λοιπόν για μέρες κ ‘ξαφνικά το αντικρίζουν. Πράγματι είναι πανέμορφο, έτσι όπως ξεπροβάλει από τη καταγάλανη θάλασσα, με τα πολύχρωμα σπίτια του.
Οι φίλοι μας, είναι έτοιμοι να το γνωρίσουν από κοντά, να ζήσουν μεγάλες περιπέτειες, μη γνωρίζοντας όμως το μεγάλο μυστικό που κρύβει.
Ο Μίτο, κατεβαίνει από τη ράχη του φίλου του κ ‘παίρνει τον δρόμο για το χωριό με τα πολύχρωμα σπιτάκια που βλέπει από μακριά.
Ο φίλος του, ο ιππόκαμπος Τσιτσολίνο, θα το γυρίσει γύρω-γύρω  και θα το εξερευνήσει δια θαλάσσης.
-Θα συναντηθούμε εδώ στο ίδιομέρος της παραλίας κατά το βραδάκι, λέει ο Τσιτσολίνο στον Μίτο και αυτός συμφωνεί.
Παίρνει λοιπόν ο καθένας τον δρόμο του και αρχίζει η περιπέτεια.
Ο Μίτο πάει στο χωριό και φτάνει στη πλατεία. Έχει εντυπωσιαστεί από όσα είδε στη περιήγησή του. Όλα τα σπίτια είναι κάτασπρα με πολύχρωμες σκεπές, παράθυρα και πόρτες.
Κόκκινα, μπλε, κίτρινα, πράσινα, όλα τα χρώματα έχουν ζωγραφίσει τα σπίτια του χωριού και τα κάνουν να μοιάζουν βγαλμένα από παραμύθι. Η πλατεία είναι στολισμένη με χιλιάδες πολύχρωμα λαμπιόνια και όλοι οι κάτοικοι είναι μαζεμένοι εκεί. Χορεύουν, τραγουδούν, γλεντάνε και το καλούν κι αυτόν στη χαρούμενη παρέα τους.
Ο Μίτο χαίρετε και γλεντά με την καρδιά του. Πράγματι όλα είναι όπως τα είχε ακούσει από τις αφηγήσεις των γεροντότερων του τόπου του. Η ώρα περνά ευχάριστα με χορούς και τραγούδια και φτάνει το σούρουπο.
Ξαφνικά ένα μαύρο σύννεφο καλύπτει τον ουρανό. Η μουσική σταματά, οι άνθρωποι τρέχοντας τρομαγμένοι κλείνονται στα σπίτια τους, ενώ τα χρώματα που κατακλύζαν το πανέμορφο νησί, αρχίζουν να χάνονται και όλα να μαυρίζουν.
Ο Μίτο θέλει να μάθει τι συμβαίνει, μα κανείς δεν του αποκρίνεται. Όλοι εξαφανίζονται με μια σκιά τρόμου στη ματιά τους.
-Φύγε κι εσύ γρήγορα και κρύψου! Του φωνάζει κάποιος στο βάθος, πριν κλείσει την πόρτα του σπιτιού του.
-Μα τι συμβαίνει; Αναρωτιέται ο Μίτο και ξεκινά για την παραλία για να συναντήσει τον φίλο του Τσιτσολίνο, τον ιππόκαμπο. Ίσως αυτός να γνωρίζει κάτι σκέφτεται ο Μίτο.
Φτάνοντας στο σημείο συνάντησής τους, αρχίζει να φοβάται. Ο φίλος του δεν είναι εκεί. Περιμένει με τις ώρες μα ο Τσιτσολίνο δεν εμφανίζεται.
-Τι συμβαίνει; Γιατί όλα ξαφνικά μαύρισαν και τι έγινε ο φίλος μου; Αναρωτιέται φοβισμένος κι ανήσυχος ο Μίτο.
-Που χάθηκαν όλοι; Τι φοβήθηκαν και γιατί μου είπαν να φύγω και να κρυφτώ;
-Αχ!  Πού βρίσκεται ο φίλος μου; Είναι άραγε καλά; Γιατί ήρθαμε εδώ; Τι τις θέλαμε τις περιπέτειες;
Και ενώ αναρωτιόταν όλα αυτά ο φίλος μας ο Μίτο, αισθάνθηκε ένα χέρι να τον σκουντά στον ώμο.
-Έλα Μίτο, ξύπνα επιτέλους, θα αργήσεις για το σχολείο, λέει η μαμά σκουντώντας τον κοιμισμένο Μίτο.
Ο Μίτο ανοίγει τα μάτια και επιτέλους ξυπνά. Πάνω από το κρεβάτι του κρέμεται ο πίνακας του θείου του.
-Όνειρο ήταν! Σκέφτεται ο Μίτο και σηκώνεται να ετοιμαστεί για το σχολείο.


Και κάποια στιχάκια...


                       Όνειρα κάνω, όνειρα τρελά!
                       Με κατάλευκη βαρκούλα πλέω στ’ ανοιχτά!
                       Βουτιές κάνω στα βαθιά 
                       και με τους φίλους κάστρα χτίζουμε στην αμμουδιά.
                       Ο ήλιος μας χτυπά από ψηλά και εμείς τρώμε παγωτά.
                       Νέους τόπους να γνωρίσω από κοντά κοχύλια να βρίσκω  πάρα πολλά.
                       Μα ξάφνου φωνή ακούω :- Ξύπνα Μαριάννα πιά! Είναι η μαμά.              
                       Μ. Μ.




Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό μέρος της γης, υπήρχε ένα όμορφο χωριό χτισμένο στην άκρη της θάλασσας όπου ο ήλιος, το χάιδευε με τις ακτίνες του κάθε πρωί και όλα τα χρώματα της φύσης χόρευαν στον ρυθμό της ζεστής αγκαλιάς του.
         Ψηλόλιγνα δέντρα ξεφύτρωναν δίπλα στα λιγοστά σπιτάκια και οι μαργαρίτες ζωγραφίζουν το χώμα, στρώνοντας το χαλί τους σε όλη τη γη. Το μόνο που ακούγεται είναι το κύμα που σκάει στην ακρογιαλιά και το τιτίβισμα των πουλιών. Ξάφνου εμφανίστηκε μια βαρκούλα έχοντας σαν μόνο επιβάτη της μια όμορφη κοπέλα με λευκό φόρεμα και ένα παράξενο κόκκινο καπέλο. Από πού να έρχεται άραγε;
        Κάτι περίεργο συμβαίνει! Όλο το χωριό στολίζεται με γιρλάντες, φωτάκια και κορδέλες σαν να ετοιμάζεται γιορτή. Μα σαν να μην έφτανε αυτό, έφερε τα πάνω κάτω στο χωριό. Δέντρα φύτρωσαν πάνω στα γεφύρια και ένα άλογο που έσπρωχνε την βάρκα στη στεριά, θέλοντας να πάρει την μικρή κυρία, κολυμπούσε σαν δελφίνι. Πόσο τρελά ήταν όλα! Σαν ένα ταξίδι φαντασίας.  Ν. Κ.


 Ήταν καποτε ένα αγοράκι ο Νικόλας που ζούσε με τους γονείς του σε μια επαρχιακή ήσυχη πόλη με καλοσυνάτους ανθρώπους. Όμορφα σπίτια παντού με αυλές που τις στόλιζαν δέντρα και λουλούδια. Συντριβάνια στις πλατείες κι ένα ποταμάκι ήρεμο που χώριζε την πόλη στη μέση.
Ο Νικόλας περνούσε όμορφα κάθε φορά που έβγαινε έξω και σχεδόν ποτέ δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι. Τον μάγευαν οι εικόνες που έβλεπε, δε χόρταινε τον ήλιο και το παιχνίδι στην εξοχή. Του άρεσαν τα χρώματα που υπήρχαν στα σπίτια, στους δρόμους, οι αντανακλάσεις του ήλιου στο νερό, ο ουρανός και οι σκιές από τα δέντρα που σχημάτιζαν διάφορες φιγούρες παντού. Αυτός ήταν ο κόσμος του και στο μυαλό του έτσι ήταν παντού όλος ο κόσμος.
Και ξαφνικά έρχεται η απαγόρευση της κυκλοφορίας εξαιτίας ενός επικίνδυνου ιού, ένα τέρας που γυρόφερνε και μόλυνε τους πάντες. Ο Νικόλας δεν άντεχε έτσι! Ήθελε να βλέπει αυτά που ήταν συνιθισμένος και να χαίρεται. Κι επειδή αυτό τώρα ήταν αδύνατο αποφάσισε να ζωγραφίσει τις εικόνες που είχε στο μυαλό του και να στολίσει το δωμάτιο του.
Ξεκίνησε λοιπόν με τις μπογιές του να αποτυπώνει στο χαρτί ό,τι είχε σαν εικόνες στο μυαλό του και στην καρδιά του. Ό,τι σχεδίαζε ήταν πολύχρωμο , έντονο και ζωηρό! Σπίτια, δέντρα, δρόμοι, βουνά, βάρκες, το ποτάμι…. Όλα χαρούμενα και φωτεινά! Η μόνη έλλειψη ήταν οι άνθρωποι! Δεν είχαν ανθρώπους οι ζωγραφιές του. Ήξερε ότι δεν βγαίνουν έξω και γι αυτό τους παρέλειψε.
Οι τοίχοι του δωματίου του γέμισαν με γνώριμες εικόνες. Ευτυχισμένος ο Νικόλας αποκοιμήθηκε και ευχήθηκε να ξυπνήσει όταν όλα αυτά θα έχουν τελειώσει για να μπορεί να δει ζωντανά ξανά τη χώρα του!
Α. Μ.

Ήταν πρωί όταν ο Χίροσε Κόιτσι αποφάσισε να κάνει το μεγάλο ταξίδι. Ο προορισμός αυτού του ταξιδιού ήταν ένα μέρος που μόνο το υποσυνείδητο του και η καρδιά του γνώριζε. Έτσι, έφτιαξε τις βαλίτσες του, έφαγε τα αγαπημένα του δημητριακά και έφυγε βάζοντας μπρος το αμάξι που αγόρασε με μηνιαίες δόσεις δυο μέρες πριν.
Το ταξίδι ήταν κουραστικό καθώς διήρκησε 264 ώρες. Ο Κόιτσι πέρασε από πολλούς δρόμους. Από νέους φτιαγμένους από άσφαλτο, από παλιούς χωμάτινους. Μέχρι και δρόμους με βάλτους γεμάτους με αλιγάτορες αναγκάστηκε να διασχίσει αφού ήθελε πραγματικά να φτάσει στον προορισμό του. Τα βράδια αναγκαζόταν να κοιμάται στο αυτοκίνητό του, διότι συνήθως ήταν κάπου απομονωμένα ή έρημος, όπου σταματούσε.
Την 30η βραδιά, καθώς ετοίμαζε τον υπνόσακό του άκουσε ήχους παρόμοιους με βαριά βήματα ανθρώπου να τριγυρνάνε γύρω από το πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου. Με δισταγμό κατέβασε το παράθυρο της πόρτας για να πάρει μια κρυφή ματιά, αλλά αμέσως το έκλεισε γεμάτος πανικό. Πίσω από το αμάξι υπήρχαν πατημασιές ζώου, αλλά όχι οποιουδήποτε ζώου. Μιας ύαινας. Ο ήρωάς μας γνώριζε πως αυτές οι πατημασιές ανήκαν σε μια ύαινα, επειδή στον ελεύθερό του χρόνο του άρεσε να διαβάζει βιβλία ζωολογίας, οπότε γνώριζε για πατημασιές.
Ξαφνικά η ύαινα εμφανίστηκε μπροστά από την πόρτα του συνοδηγού προσπαθώντας να σπάσει το τζάμι με το κεφάλι της, έτσι ώστε να πάρει τα τρόφιμα του Κόιτσι που βρίσκονταν στη θέση αυτή. «Ύαινες στην έρημο;» σκέφτηκε ο Κόιτσι με φόβο και πανικό. Τίποτα από αυτά δεν είχαν λογική, δεν έβγαζαν νόημα γι’ αυτόν. Έτσι πάτησε γρήγορα το γκάζι και έφυγε με την ύαινα να τον κυνηγάει από πίσω. Όταν κατάφερε να ξεφύγει, ο ήρωάς μας σκέφτηκε τον τελικό του προορισμό, όπου θα έβρισκε την ηρεμία του και τη γαλήνη που του άξιζε.
Την 10η βραδιά, η οποία ήταν και η τελευταία βραδιά που ο Κόιτσε θα ήταν αναγκασμένος να περάσει σε επικίνδυνα και αποξενωμένα μέρη, σκέφτηκε πως όλα τα επικίνδυνα μέρη που βρέθηκε και όλες οι δοκιμασίες που πέρασε ήταν μικρά τεστ και ο τελικός προορισμός ήταν η ανταμοιβή του.
Το ξημέρωμα της 11ης μέρας, καθώς ο ήλιος ανέτειλε, έφτασε επιτέλους στην είσοδο του προορισμού του. Η πινακίδα έγραφε «Ονειρόπολη». Εκεί τα κτίρια ήταν πολύχρωμα και είχαν περίεργα σχήματα. Οι δρόμοι ήταν φτιαγμένοι από άσπρο φελιζόλ. Τα πάντα γύρω του εξέπεμπαν μια πολύχρωμη, αλλά ταυτόχρονα χαλαρωτική αύρα. Δεν υπήρχαν άλλοι κάτοικοι εκτός από τον Κόιτσι, ο οποίος στεκόταν στο κέντρο αυτής της πόλης. Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε πως αυτό το μέρος τον κάνει να νιώθει καλοδεχούμενο, λες και ήταν το ίδιο του το σπίτι. Στον αέρα, για κάποιο λόγο μπορούσε να γευτεί την μυρωδιά ζαχαρωτών, καθώς και τη ζεστασιά των πολυκατοικιών, οι οποίες ήταν λες και τον καλούσαν να κατοικήσει μόνιμα σε αυτές. Ο ήρωάς μας στεκόταν ακόμα ακίνητος θαυμάζοντας την εκπληκτική ομορφιά αυτής της πόλης ακούγοντας το κελάηδισμα των σπουργιτιών και τον ήχο των πελαργών να βουτάνε στην καταγάλανη και απέραντη θάλασσα, για να πιάσουν ψάρια.
Αφέθηκε στα χέρια της γαλήνης να τον πάρει κάπου μακριά. Δυστυχώς όμως, άνοιξε τα μάτια του και τον «καλημέρισε» το μουντό ταβάνι του δωματίου του. Με θυμό και λύπη συνειδητοποίησε πως όλο αυτό ήταν πολύ-καλό-για-να-είναι-αληθινό όνειρο. Έτσι, αποδεχόμενος το γεγονός αυτό, ντύθηκε και έβγαλε βόλτα τον σκύλο του, καθώς ήταν ήδη μεσημέρι.  Π.Π.

Η επόμενη άσκηση αφορούσε στη μουσική. Έδωσα στους μαθητές μια μεγάλη λίστα από τραγούδια και ορχηστρικά κομμάτια και τα ίδια δημιούργησαν τις ιστορίες τους:

https://www.youtube.com/watch?v=Ci97rqyYGp8   (Γιορτή - Τρύπες)

Σιγά σιγά αρχίζεις να ξυπνάς. Συνειδητοποιείς ότι είσαι σε αυτοκίνητο και θυμάσαι. Νιώθεις το πιάσιμο σε όλα σου τα κόκαλα εξαιτίας της στάσης που είχες αποκοιμηθεί. Απόλυτη σιγή…κοιτάζεις δεξιά σου, «Και αυτός κοιμάται», σκέφτεσαι. Παρακολουθείς το τοπίο της διαδρομής από το παράθυρο σου κολλώντας το πρόσωπο στο τζάμι. Περνάς από ξερά χωράφια. Καταπράσινα λιβάδια και αγελάδες να βόσκουν. Μετράς μόνο τα κόκκινα αυτοκίνητα να περνάν αθόρυβα από δίπλα σου. Πέντε, έξι…«να και ένα έβδομο», συλλογίζεσαι. Άλλες φορές περνάς μέσα από χωριά. Βλέπεις τους κατοίκους να σε κοιτάζουν με γουρλωμένα, ιδρωμένα μάτια, αυγά μάτια σου θυμίζουν. Άλλοτε προσπαθείς να δεις την θάλασσα από το δεξί παράθυρο. Ξανά κοιμάσαι. Ξυπνάς απ’ την απαίσια μυρωδιά του λιμανιού που παραδόξως έχεις συνηθίσει εδώ και τόσα χρόνια και σου αρέσει. «Είναι η αγάπη ένα ταξίδι…». Α. Π.

https://www.youtube.com/watch?v=JoDOER7d7Bw  (Ταξίδι - Νίκος Πορτοκάλογλου)

Κάποτε ήταν ένα παιδί, που του άρεσε να σκέφτεται και να προγραμματίζει την μελλοντική του ζωή. Από μικρή ηλικία σχετικά είχε πολλές απορίες, λίγο πιο πολύπλοκες και εξεζητημένες για την ηλικία του. Αυτές τις απορίες, άλλοτε τις εξέφραζε στους γονείς του και άλλοτε στους δασκάλους του. Ωστόσο, κι οι δύο πλευρές, πάνταθαυμασμένοι από τον τρόπο σκέψης του αλλά μη μπορώντας να του δώσουν απαντήσεις επειδή περίμεναν πως δεν θα ήταν έτοιμος να τις κατανοήσει, του απαντούσαν θα σου δοθούν απαντήσειςαργότερα, ή όσον αφορά το σχολείο του έλεγαν ¨θα το μάθεις παρακάτω¨. Εκείνος, λαμβάνοντας τέτοιου είδους απαντήσεις, ήταν ανυπόμονος να μεγαλώσει. Όταν έφτασε στα δεκαπέντε, έχοντας ακόμα αναπάντητα ερωτήματα, άρχισε να τα ψάχνει μόνος του, είτε μέσω ενημέρωσης(όσα μπορούσε) είτε μέσω εμπειρίας. Παράλληλα, είχε αρχίσει να σταματάει όσες συνήθειες είχε από την πολύ μικρή του ηλικία, διότι θεωρούσε πως ήταν πλέον πολύ μεγάλος. Όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε να ωριμάζει όλο και περισσότερο και να μοιάζει σε ενήλικα ο τρόπος σκέψης και η οπτική του για τον κόσμο. Του άρεσε γενικώς μια ζωή που έμοιαζε περισσότερο σε εκείνη ενός τριαντάρη παρά η εφηβική του.
Πολλά χρόνια μετά, όταν ήταν πλέον σαράντα χρονών και είχε δημιουργήσει οικογένεια, είχε αρχίσει να κουράζεται με τον τρόπο ζωής του.Ήταν δικηγόρος, το οποίο ήταν κι ένα από τα όνειρά του όταν ήταν έφηβος. Ήθελε να σταματήσει για λίγο καιρό να δουλεύει και να κοπιάζει και να ταξιδέψει πίσω στο παρελθόν του. Τότε κάλεσε έναν φίλο του και του είπε να πάνε βόλτα σε μία πλατεία που κάθονταν όταν πήγαιναν γυμνάσιο. Κατέληξαν να περνάνε μία ολόκληρη μέρα σε αυτό το πάρκο, λέγοντας αστεία, κουβεντιάζοντας, δηλαδή ό,τι έκαναν όταν ήταν μικροί. Τότε ήταν η στιγμή που ο σαραντάχρονος συνηδειτοποίησε πως πάντα πρέπει να έχεις έναν παιδικό χαρακτήρα μέσα σου και να μην τον ξεχνάς ή να τον ¨θάβεις¨. Πως πάντα πρέπει να μην προτρέχεις ή να θες να πας σε κάτι νέο, αν δεν έχεις απολαύσει πρώτα το παλιό. Αυτή η αντίληψη άλλαξε όλο τον τρόπο σκέψης. Τότε ένιωσε πραγματικά ευτυχισμένος για την ζωή του και έγινε καλύτερος και πιο ευδιάθετος άνθρωπος. Σ. Μ.


  https://www.youtube.com/watch?v=UYNRxev8f1c Reflections–Manos Hadjidakis-New York Rock & Roll Ensemble


Αφού ο γέρο – Μανώλης σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, έβαλε στον σκύλο του να φάει. Πάντα του φαινόταν περίεργο, πώς τρώει την ίδια τροφή κάθε μέρα, πώς δεν την βαριέται. Ετοίμασε ύστερα ένα φλιτζάνι καφέ και στο πλάι λίγα μπισκότα που του φτιάχνει η κόρη του πότε – πότε. Έχοντας απολαύσει το πρωϊνό του πήρε το μολύβι που βρισκόταν στο τραπεζάκι, έκοψε μια σελίδα χαρτί και άρχισε να γράφει:
«Αγαπημένη μου Σοφία,
Σου γράφω από το σπίτι μου. Ελπίζω να νοιώθεις καλά εκεί που είσαι. Ανυπομονώ να βρεθώ ξανά μαζί σου. Μόνο εσένα έχω στο μυαλό και στη σκέψη μου, μόνο την αγάπη σου έχω στην ψυχή μου. Δεν περνάει λεπτό που δεν σε σκέφτομαι και δεν σε ποθώ.
Τον τελευταίο καιρό περνάω καλά με τον Ροδόλφο, αν και λίγο μοναχικά κατά καιρούς, κάτι που πλέον έχω συνηθίσει και δεν με ενοχλεί. Η αλήθεια είναι πως η αγάπη είναι το τελευταίο συναίσθημα που περίμενα τώρα να νιώσω, αλλά δεν έχει σημασία.
Σε περιμένω άγγελέ μου και ξέρω πως με περιμένεις και εσύ»
Αφού το έγραψε, το πήρε και το τοποθέτησε σε ένα κουτί, γεμάτο με αμέτρητα γράμματα, όλα προς το ίδιο πρόσωπο, χωρίς όμως διεύθυνση.  Μ. Π.



           Στη συνέχεια έδωσα στους μαθητές μου τη φωτογραφία ενός γλυπτού και έγραψαν τις ιστορίες τους:
          
         



ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ 
Περισσότερο από ένας μήνας έχει περάσει από την τελευταία βροχόπτωση στη φυλή και  η στάθμη του ποταμιού έχει αρχίσει να χαμηλώνει επικίνδυνα εδώ και καιρό. Ως συνέπεια, δεν έχουμε σοδειές και νερό για να καταναλώσουμε και να πλυθούμε. Οι περισσότεροι άντρες έχουν φύγει εδώ και καιρό για να βρουν νερό από άλλες περιοχές με ποτάμια. Ζήτησα κι εγώ να τους ακολουθήσω, μιας και σύντομα θα συμπληρώσω το 16ο έτος της ηλικίας μου και θα ενηλικιωθώ, εκείνοι όμως αρνήθηκαν. Φοβάμαι πως η μητέρα αφυδατώνεται σιγά σιγά, όπως και αρκετοί άλλοι πλέον στη φυλή, αφού φροντίζει διαρκώς να πίνω νερό εγώ και η αδερφή μου. Αυτό που κυριαρχεί είναι η ξηρασία. Η ζέστη, η υγρασία, και η μονότονη, βασανιστική, και ανυπόφορη ξηρασία.
Η κατάσταση είναι τόσο βασανιστική που λήφθηκε απόφαση από το συμβούλιο και το ιερατείο της φυλής  να πραγματοποιηθεί αργά τη νύκτα τελετή με θυσίες προς τη Θεά του καιρού, της βροχής, και της καλλιέργειας με σκοπό να μας φέρει βροχόπτωση. Ωστόσο, δεν μπορώ να συμμετάσχω, αφού στην τελετή θα πάρουν μέρος μόνο ενήλικες άντρες και μάλιστα μόνο οι γηραιοί της φυλής, αφού οι περισσότεροι έχουν πάει να αναζητήσουν νερό και τροφή.
Αργά το βράδυ. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην καλύβα μαζί με την αδερφή μου. Θέλαμε και οι δύο να μείνουμε ξύπνιοι έτσι ώστε να παρακολουθήσουμε, έστω και από μακρυά, την τελετή, ή τουλάχιστον όση μπορέσουμε εφόσον δεν αποκοιμηθούμε. Έξω φαίνεται να κυριαρχούν δυνατές φωνές και ύμνοι προς την Θεά. Φέρνουν τα πρόβατα, φωνάζουν κι εκείνα, λες και γνωρίζουν τι γίνεται. Οι άντρες αρχίζουν και σχηματίζουν κύκλο μέσα στον οποίο φαίνεται να χορεύουν. Όλοι τους έχουν μαγευτεί, βρίσκονται υπό την κυριαρχία της θεάς. Σφάζουν τα πρόβατα όσο ουρλιάζουν σε μια γλώσσα πρωτόγνωρη για εμένα. Κι όμως όπως παρακολουθώ, μου φαίνεται σαν να συμμετέχω ο ίδιος στη τελετή, σαν να με έχει κυριέψει η ίδια ζωική τρέλα και ζάλη με εκείνους....
Ξημερώματα της επόμενης μέρας. Ολόκληρο το βράδυ στο χωριό αντηχούσαν δυνατές φωνές και κραυγές. Ήταν σχεδόν αδύνατο να κοιμηθεί κανείς. Ο θόρυβος ήταν υπερβολικά δυνατός. Κι όμως, μέσα στο υποτιθέμενο αυτό χάος, μία υπερφυσική αύρα κατά κάποιον τρόπο κατέκλυζε την φυλή. Όντως, καθώς γράφω αυτή τη στιγμή, νιώθω σαν να βρίσκομαι ακόμα στην τελετή, σαν να είμαι υπό την επιρροή των πνευμάτων από χθες. Και να, σύννεφα αιωρούνται από πάνω μας, αδιαμφισβήτητα λόγω της θεάς.
Απόγευμα. Επιτέλους,έχει αρχίσει και ψιχαλίζει. Να! Δυναμώνει η βροχή! Ο ποταμός ξανάρχισε να ρέει με την ίδια οργή που είχε πριν από καιρό! Σωθήκαμε από την τρομερή κατάρα!Η ζωή επιτέλους επέστρεψε!

Και κάποια στιχάκια με αφορμή το γλυπτό...

1. Βγες απ’ τη μιζέρια σου,
πάλεψε, ζήσε, τραγούδησε,
η ζωή είναι εδώ, σε περιμένει
την ακούς; σε φωνάζει.

2. Καλούπι είναι το πρόβλημα
σπάσ’ το, βάλε δύναμη να ξεφύγεις,
μην σκέφτεσαι πως δεν μπορείς,
θηρίο είναι ο άνθρωπος, θηρίο είσαι και εσύ.     Μ. Π.


Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Στην μελλοντική κοινωνία του Σικάγου υπάρχουν πέντε φατρίες. Υπάρχει η Πολυμάθεια, η Απάρνηση, η Ειλικρίνεια, η Ομόνοια και τέλος  η Γενναιότητα. Η κάθε φατρία έχει να "παίξει" τον δικό της ρόλο στην διατήρηση της ειρήνης. Αυτός είναι κιόλας ο ρόλος της δημιουργίας των φατριών. Ο ρόλος τους είναι  εξής: ο κάθε άνθρωπος είναι ένα και μοναδικό "πράγμα". Μπορεί να ανήκει στην Πολυμάθεια, εκεί μπαίνουν οι άνθρωποι που έχουν κλίση προς την γνώση, στην μάθηση και στην φιλομάθεια. Μπορεί να ανήκει στην Απάρνηση, εκεί είναι οι άνθρωποι οι εξυπηρετικοί, που βοηθούν πρώτα όλους τους άλλους και μετά σκέφτονται τον εαυτό τους. Μπορεί να ανήκει στην Ειλικρίνεια , που εκεί λένε τα πράγματα ακριβώς όπως είναι. Μπορεί όμως να ανήκει στην Ομόνοια, εκεί όλοι είναι ευγενικοί και καλόκαρδοι μεταξύ τους. Εκεί πάντα είναι γαλήνια. Και τέλος, μπορεί να ανήκει στην Γενναιότητα.

Υπάρχει όμως και ένας τύπος ανθρώπου που μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από ένα μόνο πράγμα. Αυτός ο τύπος ανθρώπου ονομάζεται ... Απόκλιση. Η Απόκλιση είναι ένας πολύπλοκος χαρακτήρας που μπορεί να συνδυάζει δυο και παραπάνω φατρίες. Σε αυτόν τον κόσμο ζούσε μια ξεχωριστή κοπέλα η Τρις .
Η Τρις έπρεπε να κάνει ένα τεστ που θα καθορίσει την ζωή της. Το τεστ προσομοίωσης. Εκεί θα αποδειχθεί σε ποια φατρία ανήκει. Τα αποτελέσματα του είναι ... μπερδεμένα. Έδειξαν πως ήταν μια απόκλιση .Αποδείχτηκε πως δεν μπορούσε να γίνει μέλος σε μία φατρία. Αλλά σε ... τρεις . Στην Απάρνηση, στην Πολυμάθεια και στην Γενναιότητα. Μέχρι την τελευταία στιγμή η Τρις δεν ήξερε τι έπρεπε να διαλέξει. Ήταν ανάμεσα σε δυο επιλογές. Έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην οικογένεια και στα θέλω της. Επέλεξε την Γενναιότητα . Επέλεξε αυτό που ήταν . Αυτό που την αντιπροσώπευε. Περισσότερο τουλάχιστον. Σε αυτήν την καινούργια της ζωή η Τρις προσπαθούσε να ξεχάσει τα παλιά. Ήθελε  να κάνει μια καινούργια αρχή.
Η Τρίς πίστευε πως έκανε την σωστή επιλογή όταν επέλεξε την Γενναιότητα. Δεν ήξερε τι θα ακολουθήσει . Πίστευε πως στη γενναιότητα θα ένιωθε ελεύθερη όμως εκεί έπρεπε να προπονηθεί πολύ σκληρά καθώς να μάθει και πολλές δεξιότητες .Βέβαια της φάνηκαν χρήσιμες .Στην γενναιότητα η Τρις γνώρισε άλλη μια κοπέλα την Σάρα
Κάποια στιγμή όμως το Κράτος κατάλαβε πως ήταν αποκλίνουσα γεγονός που σημαίνει πως πρέπει να τις σκοτώσουν. Η φατρία τους τις προστάτεψε γεγονός που αποτέλεσε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των φατριών . Η Κυβέρνηση τους είχε κάνει τις υπόλοιπες φατρίες να πιστεύουν πως οι αποκλίνοντες είναι πολύ κακοί και πως θα καταστρέψουν την γαλήνη που υπήρχε . Έτσι άρχισαν να ψάχνουν την Τρις και την Σάρα .
Είχαν καταφέρει να ξεφύγουν αλλά όχι για πάντα . Η κυβέρνηση τους έλεγχε και μάλιστα είχε σκοτώσει και όλους τους υπολοίπους αποκλίνοντες . Όμως δεν κατάφεραν να κρυφτούν για πολύ .
Για να αποδείξουν ότι ήταν αποκλίνοντες και στον άλλο κόσμο έπρεπε να περάσουν από μια εξέταση . Είχαν φτιάξει έναν ορό «αλήθειας» . Όμως τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα ήθελαν . Καθώς τους εισήλθε ο ορός στον οργανισμό τους είπαν όπως και έπρεπε ότι πίστευαν
“ Οι αποκλίνοντες δεν έχουν καμία διαφορά με τους υπόλοιπους. Έχουν θεωρηθεί ως κίνδυνος . Δεν διαφέρουν από τους άλλους αξίζει και αυτοί να είναι ελεύθεροι παρά να είναι κλεισμένοι σε μια σε μια πραγματικότητα που δεν ισχύει . Πολλοί από εσάς είχατε κάποιον αποκλίνοντα  στην οικογένεια σας και τον έχετε χάσει . Αυτό που κάνουμε είναι να ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους και να μην τους αφήνουμε να βγουν στην επιφάνια“
Όλοι πίστεψαν τα λόγια της καθώς αρνήθηκαν το γεγονός ότι έπρεπε να πεθάνει στράφηκαν ενάντια στην κυβέρνηση τους και αυτό είχε ένα θετικό αποτέλεσμα.

Πιστεύω πως αυτή η ιστορία συνδέετε με τον πίνακα γιατί πολλοί άνθρωποι είναι κλεισμένοι στον εαυτό τους ή απλά κακομεταχειρίζονται και δεν έχουν βγει ακόμα στην επιφάνια ενώ τους αξίζει. Δεν νιώθουν “ ελεύθεροι “.
          Ε. Μ.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΒΟΣΚΟΥ
Ήταν πρωί όταν έφυγα από το σπίτι μου για να πάω στην Ιεριχώ. Έχω ακούσει κάποιες φήμες ότι εκεί βρίσκεται ένας πολύ σοφός άνθρωπος που μπορούσε να σου δείξει τον δρόμο σου και τον απόλυτο σκοπό σου στην ζωή.
 Ασκώ το επάγγελμα του βοσκού εδώ και 12 χρόνια αν θυμάμαι καλά. Δεν μπορώ να πω ότι δεν είμαι ευχαριστημένος. Μου αρέσει πολύ, αφού βρίσκω την ευκαιρία, με την παραμικρή αλλαγή στον καιρό να ταξιδεύω με τα πρόβατα μου κάπου καλύτερα, σε μέρη μακρινά, έτσι ώστε τα πρόβατά μου να έχουν καλύτερες συνθήκες ζωής. Πολλοί μπορεί να απορούν με το πώς καταφέρνω να κρατήσω την λογική μου, όταν είμαι συνεχώς περιτριγυρισμένος από πρόβατα. Εγώ σπάνια νιώθω μοναξιά, αφού έχω ονομάσει όλα τα πρόβατα μου. Έχει αρχίσει να ανταποκρίνεται  το καθένα, όταν το φωνάζω και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα. Πρέπει να καταλάβουν οι άνθρωποι, πως τα ζώα και εδώ θα πάρω ως παράδειγμα τα πρόβατα, δεν απέχουν πολύ από την ανθρώπινη συμπεριφορά και την λογική. Όπως οι άνθρωποι, έτσι και τα πρόβατά μου, έχουν διαφορετικές προσωπικότητες μεταξύ τους, που κάνει το καθένα ξεχωριστό. Για παράδειγμα, το ένα κοιμάται πολύ και σπάνια τρώει. Μόνο  όταν του είναι αναγκαίο. Ένα άλλο πάλι, το μόνο που κάνει είναι να τρώει. Δεν ξέρει τι σημαίνει η λέξη ύπνος. Κάθε φορά που το βλέπω, τρώει. Ακόμα και το βράδυ, κάθεται μόνο του και βόσκει χωρίς να βγάζει άχνα. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως μέχρι να φτάσω σε αυτόν τον σοφό, θα έχει πάρει περίπου 20 κιλά. Αρκετά όμως μίλησα για τα πρόβατά μου, σας κούρασα.
Καθώς γράφω τώρα, είμαι στα μισά της διαδρομής προς αυτόν τον μάγο ή σοφό, δεν ξέρω πώς να τον αποκαλέσω. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πολλά πράγματα για αυτόν. Τα μόνα που ξέρω είναι ότι υποτίθεται, μπορεί να σου πει, ακόμα και αν μόνο σε κοιτάξει, χωρίς να γνωρίζει το όνομά σου, την εσωτερική επιθυμία της ψυχής σου, που ούτε εσύ ξέρεις.  Αυτά μόνο ξέρω, που μου τα έλεγε ένας φίλος μου από την Καππαδοκία πριν από μερικούς μήνες. Μου είπε πως ο φίλος του αδελφού του είχε πάει σε αυτόν και υποτίθεται ότι κατάλαβε τον σκοπό του ως άνθρωπο  και  τι του ταιριάζει να κάνει όσο βρίσκεται ακόμα στην γη. Εγώ πιο πολύ πάω από περιέργεια, επειδή έχω ακούσει τόσα καταπληκτικά λόγια για αυτόν.
Αυτή τη στιγμή που σας γράφω είναι βράδυ. Δεν ξέρω ακριβώς τι ώρα είναι αλλά σίγουρα μετά τα μεσάνυχτα. Κάθομαι κάτω στην δροσερή άμμο της ερήμου, δίπλα στην κουρασμένη καμήλα που αγόρασα, με αντάλλαγμα 20 από τα πρόβατά μου. Μπορεί να ξαφνιαστήκατε τώρα που ακούσατε ότι έδωσα 20 από τα πρόβατά μου. Ευτυχώς που ο καμιλιέρης νόμιζε ότι είχα 50 πρόβατα. Αν ήξερε πως έχω ακριβώς διακόσια ( ναι τα μετράω καθημερινά τα πρόβατά μου επειδή είμαι σωστός και υπεύθυνος βοσκός) θα νόμιζε πως τον είχα κλέψει. Δεν φταίω εγώ όμως, τα υπόλοιπα 180 τα έχασα για λίγο. Για’ αυτό και εκεί σκέφτηκα, « εντάξει πάνε τα πρόβατά μου, εξάλλου από την αρχή ήξερα ότι δεν με θέλουν». Κάπως έτσι, με λυπήθηκε ο καταστηματάρχης και μου ζήτησε μόνο 20. Τέλος καλό, όλα καλά.
…………………….
Έχω πολύ καιρό να σας γράψω. Έχει περάσει, μία εβδομάδα από τότε που σας ξαναέγραψα. Θα τα πάρω όλα από την αρχή.
Αφού τελείωσα το καθημερινό μου γράψιμο το βράδυ, πήγα να κοιμηθώ πάνω στην άμμο. Ευτυχώς είχα στρώσει πάνω της ένα χαλάκι, έτσι ώστε να μην είμαι τελείως εκτεθειμένος στους κινδύνους που παραμονεύουν στην έρημο της Ιεριχώ . Βασικά ανησυχούσα κυρίως για τα σκαθάρια της. Η Ιεριχώ φημίζεται με κακό τρόπο για τα μεγάλα, σκαθάρια της. Ζυγίζουν περίπου ένα κιλό και είναι σαν αυτά  που κάνει ντοκιμαντέρ το National Geographic. Στην τηλεόραση τα βλέπεις και το βρίσκεις ενδιαφέρον, πως η μητέρα φύση μπορεί να δημιουργήσει κάτι τέτοιο. Όμως αν τύχει να συναντήσεις ένα από αυτά, βλέπεις από κοντά τον χειρότερό σου εφιάλτη. Έχουν κάτι δηλητηριώδεις δαγκάνες, στο μέγεθος του δείκτη σου. Τέλος πάντων, εκτροχιάστηκα λίγο από τι ήθελα πραγματικά να σας γράψω. Τελικά τίποτα από αυτά δεν μου επιτέθηκε όσο κοιμόμουν.
Το επόμενο πρωί, με τον ήλιο να καίει θυμωμένα απείχα μόλις δύο λεπτά από το στέκι αυτού του μυστήριου ανθρώπου. Όταν, έφτασα στην Ιεριχώ με φιλοξένησε το ζεστό, αποπνικτικό κλίμα της πόλης. Φανταστείτε 21.000 άτομα όλα μαζί σε μια τόσο μικρή πόλη. Παρ΄ όλα αυτά, οι κάτοικοι εκεί ήταν πάρα πολύ φιλόξενοι.  Μου έδωσαν μέχρι και ένα μικρό σπιτάκι για να ξεκουραστώ και να αφήσω την πραγματεία μου όπως και έναν ευρύχωρο στάβλο για τα πρόβατά μου. Όταν τους ρώτησα για τον σοφό μου είπαν πως δεν βρίσκεται τα πρωινά στην Ιεριχώ επειδή το πραγματικό του σπίτι βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ. Στην Ιεριχώ έρχεται μόνο τα μεσάνυχτα και μέχρι τις 5 τα ξημερώματα, διότι σύμφωνα με αυτόν: «Αυτές είναι οι ώρες της ύψιστης πνευματικής του ενέργειας». Όπως είχαν τα πράγματα, αναγκάστηκα να περιμένω.
Όταν έφτασα στην καλύβα με βάση τις οδηγίες που είχε δώσει ένας ντόπιος έμεινα έκπληκτος. Η καλύβα του ήταν μικρή αλλά είχε μια ασυνήθιστη πλούσια αύρα γύρω της. Καταλάβαινες πως αυτός ο άνθρωπος είχε αληθινή γνώση του αντικειμένου του και σε ήξερε πραγματικά σαν άνθρωπο πριν μπεις καν  να συστηθείς. Τελικά άνοιξα την ξύλινη  γεμάτη σκόνη πορτίτσα της καλύβας του και τον είδα.
Δεν του μίλησα ούτε μου μίλησε. Απλώς με κοιτούσε με ένα σχεδόν απειλητικό βλέμμα. Τελικά μετά από 5 δευτερόλεπτα έντονης οπτικής επαφής μου έκανε νόημα με το χέρι του να κάτσω απέναντι του. Έδειχνε σε ένα κόκκινο μαξιλαράκι κάτω στο πάτωμα. Εγώ μη γνωρίζοντας περί τίνος πρόκειται έκατσα κάτω στο μαλακό μαξιλαράκι, απέναντί του. Τον κοίταξα. Με κοίταξε. Συνέχιζα να τον κοιτάω. Συνέχιζε να με κοιτάει και αυτός, με το ίδιο απειλητικό βλέμμα με το οποίο με καλωσόρισε. Ξαφνικά μου λέει κοιτώντας με στα μάτια:   «300 σέκελ».
Στην αρχή τρόμαξα επειδή δεν πίστευα ένας τέτοιος άνθρωπος  γεμάτος σοφία θα ζητούσε χρήματα. Εγώ πάνω μου είχα μόνο 150 που θα μου χρειαζόντουσαν για την επιστροφή, αλλά τέλος πάντων, του πρόσφερα αυτά και 30  πρόβατα. Εκείνος ευτυχώς τα δέχτηκε.
Έπειτα από την διαπραγμάτευση της τιμής, με πλησίασε και με άγγιξε στα μάτια. Για περίπου 20 λεπτά είχε και αυτός κλειστά τα μάτια του και ψιθύριζε κάτι σαν έναν ύμνο. Μετά από αυτά τα 20 αγχωτικά λεπτά, άνοιξε τα μάτια του και μου είπε. «Είσαι ο μόνος τον οποίο δεν χρειάζεται να κατευθύνω προς την σωστή πορεία της ζωής του. Όπως φαίνεται, εσύ δεν χρειάζεσαι τίποτα παραπάνω ούτε τίποτα λιγότερο. Είσαι ευτυχισμένος με αυτά που έχεις και δεν ζητάς κάτι παραπάνω. Είμαι σίγουρος πως, δεν ήρθες εδώ από πραγματική ανάγκη, αλλά από καθαρή περιέργεια. Αυτό αποδεικνύει πως ο ίδιος γνωρίζεις ότι δεν χρειάζεσαι κάποιον οδηγό για να έχεις μια καλή ζωή. Όλοι οι υπόλοιποι χρειάζονται ενώ εσύ όχι. Είσαι αληθινά ευτυχισμένος μέσα σου και δεν χρειάζεσαι κάποιον να σου το αποδείξει αυτό. Είσαι σαν ένας ελεύθερος πελαργός ο οποίος πετάει πάνω από την  καταγάλανη θάλασσα χωρίς να τον νοιάζει τι θα φάει ή τι θα κάνει αργότερα. Απλώς απολαμβάνεις κάθε στιγμή που βρίσκεσαι πάνω στην γη, σαν να είναι η τελευταία σου. Φύγε.»
Έτσι και εγώ, αφού άκουσα όλα αυτά, απλά έφυγα. Ένοιωθα ελεύθερος.     Π. Π.

     Η τελευταία άσκηση που ανέθεσα στους μαθητές μου είχαν να κάνουν με έναν κλασικό πίνακα ζωγραφικής "Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι" του Γιοχάνες Βερμέερ.


     
    03/05/1665

Το να μένεις δυνατός είναι δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Η ζωή σου θα έχει και καλές στιγμές αλλά και κακές, το θέμα είναι να μάθεις να αντιμετωπίζεις τις δύσκολες και άσχημες. Αντιθέτως τις καλές πρέπει να τις απολαμβάνεις με όποιον τρόπο μπορείς. Το να προχωράς επίσης στο επόμενο κεφάλαιο, μεταφορικά και κυριολεκτικά, απαιτεί “κότσια” και γενναιότητα. Και στις δύο περιπτώσεις δεν ξέρεις τι σε περιμένει παρακάτω. Οπότε από το χέρι σου περνάει αν θα παραμείνεις δυνατός και θα προχωρήσεις αλλάζοντας κεφάλαιο ή αν το βιβλίο ξεχαστεί με τον καιρό καθώς βήχει από την συσσωρευμένη  ποσότητα σκόνης. Ξέρω ακριβώς τι σκέφτεσαι τώρα που το διαβάζεις, πως μιλάω πάλι με μεταφορές και γρίφους. Θυμάμαι ότι αυτό ποτέ δεν σου άρεσε και ίσως για αυτό να έφυγες. Από την άλλη όμως γύρισες σελίδα…να το πάλι! Είδες ο άνθρωπος δεν κόβει εύκολα παλιές συνήθειες. Ποτέ μην φοβάσαι την περιέργεια για την επόμενη σελίδα, όμως μην ξεχάσεις και τι έλεγαν οι προηγούμενες διαφορετικά χάνεσαι.

Υ.Γ. Σου έχω βάλει μαζί στον φάκελο και μια φωτογραφία μου. Ξέρεις, για να μην ξεχάσεις τα προηγούμενα κεφάλαια.   Α. Π.



12/1
Πάλι τα ίδια. Άλλη μία νύχτα άυπνος. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που την είδα, σχεδόν ένας μήνας. Τώρα αποφάσισε να ξαναεμφανιστεί στον ύπνο μου, να μην ξεχνιόμαστε. Νόμιζα πως δεν θα την ξαναέβλεπα, να ‘την πάλι όμως...Για κάποιον λόγο δεν μπορώ να τη βγάλω από το μυαλό μου, να κοιμηθώ μια νύχτα χωρίς να με στοιχειώνει η παρουσία της. Συνέχεια το ίδιο πρόσωπο, η ίδια γυναίκα με το μπλε και το κίτρινο μαντίλι, με τα μαργαριτένια σκουλαρίκια.
13/1
Μέχρι τώρα δεν έχω μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό από όταν άρχισε, μιας και δεν το θεωρούσα σημαντικό. Επαναλαμβανόμενα όνειρα είχα πάντα κι από μικρός. Μιας και τώρα όμως καταγράφω αυτή την εμπειρία, αποφάσισα να μιλήσω στους κατοίκους το χωριού, μήπως μπορούν να με βοηθήσουν.
18/1
5 μέρες έχουν περάσει και έχω καταφέρει να συλλέξω λίγες αλλά σημαντικές πληροφορίες όσον αφορά την γυναίκα. Φαίνεται πως προέρχεται από ένα θρύλο από τα μέσα του 17ου αιώνα. Τον καιρό εκείνοτριγύριζε σύμφωνα με τον θρύλο στους δρόμους τηςνοτιοδυτικής Γερμανίας μία γυναίκα με δύο χαρακτηριστικά μαργαριτένια σκουλαρίκια, από την νότια Αμερική,κάνοντας θαύματα με μεθόδους άγνωστες για την εποχή. Είχε συλλέξει και ακόλουθους μαζί της, θανατώθηκε ωστόσο, με την κατηγορία ό,τι ήταν μάγισσα. Απ’ ότι μου λένε οι κάτοικοι της περιοχής, πριν τον θάνατό της έβγαλε τα σκουλαρίκια τοποθετώντας τα σε ένα κουτί. Το πού βρίσκεται αυτό όμως...κανείς δεν ξέρει εκτός από την ίδια.
22/1
Συνεχίζω να ρωτάω τους ντόπιους της περιοχής για πληροφορίες σχετικά με την γυναίκα και την τοποθεσία του κουτιού, πέφτω όμως διαρκώς σε αδιέξοδο. Είτε μου λένε πράγματα που ήδη γνωρίζω, είτε με θεωρούν τρελό, μιλώντας για μαγικές γυναίκες με μαργαριταρένια σκουλαρίκια.
28/1
Μετά από 6 μέρες δεν έχω κάνει μεγάλη πρόοδο. Ψάχνω διαρκώς στο internet αλλά βρίσκω άσχετες πληροφορίες. Όσον αφορά τον ύπνο, συνεχίζω να τη βλέπω, σχεδόν κάθε βράδυ πλέον.
29/1
Τελικά βρήκα επιτέλους πληροφορίες για την γυναίκα. Το όνομά της, το τι έκανε, και τον τόπο ταφής της. Σκοπεύω να τον επισκεφτώ, μπας και διαλευκάνω όλο αυτό το μυστήριο και μήπως σταματήσει να εμφανίζεται στον ύπνο μου.
4/2
Πήγα στον τόπο της ταφής. Όπως περίμενα, δεν υπήρχε πτώμα. Την έκαψαν μου, είπε ο φύλακας. Γυρίζω σπίτι απογοητευμένος και αργοπορημένος. Οι εργάτες με περίμεναν για την ανακαίνιση της κουζίνας. Όσο αυτοί γκρέμιζαν τα σιέλ ντουλάπια και την μεγάλη μπλε ντουλάπα, εγώ συλλογιζόμουν τη γυναίκα και δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο που με επισκέπτεται στα όνειρα μου. «Άλεξ», μου φώναξε ξαφνικά ο αρχιμάστορας. «Έλα να δεις». Έτρεξα προς το μέρος του. «Κοίτα τι έπεσε από την πλάτη της ντουλάπας». Κοίταξα απορημένος το μεγάλο κάδρο και ένα σκούρο, καφετί κουτί. Το κάδρο από πίσω ήταν ένας πίνακας.Ο πίνακας φαίνεται να είναι πορτρέτο της γυναίκας, σχεδόν πανομοιότυπο με το όραμα που βλέπω κάθε βράδυ. Η ίδια έκφραση του προσώπου, το ίδιο μαντίλι, και φυσικά, το ίδιο μαργαριταρένιο σκουλαρίκι. Το κουτί περιείχε τα ίδια τα σκουλαρίκια, φθαρμένα στους αιώνες, διατηρώντας ωστόσο μία ελάχιστη λάμψη. Τα πήρα βιαστικά, δεν ήθελα να μου τα αγγίξουν κι έτρεξαγρήγορα στην αποθήκη. Άφησα προσεκτικά τον πίνακα πάνω στον πάγκο και έφυγα με το αυτοκίνητο για τον τάφο. Πλησίασα, έσκαψα βαθιά το χώμα και έβαλα εκεί το καφετί κουτί. Είμαι σίγουρος πως τα ζητούσε και τα ήθελε μαζί της. Ήταν δικά της.
5/3
Μετά από έναν μήνα περίπου, και μετά την επιστροφή των σκουλαρικιώνστον τάφο της γυναίκας, δεν την έχω ξαναδεί στον ύπνο μου. Το κάδρο στολίζει το σαλόνι του σπιτιού μου και όπως φαίνεται και του δικού της.  Μ.Π.


Ήταν πρωί όταν έφυγε από την φυλή της για την αναζήτηση του μαργαριταρένιου σκουλαρικιού. Υποτίθεται ότι αυτό το σκουλαρίκι έχει εξαφανιστεί από την εποχή των Αζτέκων και πολλοί θεωρούν ότι διαθέτει υπερφυσική ενέργεια. Για αυτό η αξία του έχει φτάσει τα 30 εκατομμύρια σεκέλ. Εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν στο κυνήγι για αυτό το μαργαριτάρι από διάφορες χώρες. Η ηρωίδα μας ξεκίνησε το ταξίδι της με καράβι  μέχρι την κεντρική Αμερική και έπειτα θα έπαιρνε ένα άλογο μέχρι το Μεξικό, αφού εκεί βρίσκονταν οι Αζτέκοι.
Στο καράβι γνώρισε πολλούς ανθρώπους. Αφρικανούς, Κινέζους, Ιάπωνες και Ευρωπαίους. Όλοι τους όπως και αυτή δεν νοιάζονταν για το αν έχει ή  όχι υπερφυσικές ιδιότητες το σκουλαρίκι αυτό. Απλά ήθελαν τα χρήματα. Φυσικά υπήρχε και ο τρελάρας του πλοίου που πίστευε πως το σκουλαρίκι κρύβει μέσα του μαύρη μαγεία και θα εξάλειφε οποιονδήποτε προσπαθούσε να το πάρει από την φυλή του. Λογικό ήταν κανένας να μην τον πιστέψει.
 Όταν έφτασε στην Κεντρική Αμερική έψαξε για το κοντινότερο αγρόκτημα και παρακάλεσε τον αγρότη να της δώσει ένα από τα καλύτερα άλογά του σε μια καλή τιμή. Ο αγρότης ευτυχώς δέχτηκε. Όταν έφτασε στο Μεξικό δεν μπορούσε να πιστέψει τον πανικό που επικρατούσε. Οι άνθρωποι έσκαβαν γύρω από τα αποθέματα αυτού του πολιτισμού, τα οποία τώρα ποια ανήκουν στο μουσείο ιστορίας του Μεξικού. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν με τα γκλοπ να βάλουν μια τάξη σε αυτόν τον χαμό, αλλά δεν τα κατάφεραν. Για αυτό αναγκάστηκαν να ρίξουν προειδοποιητικές βολές στον αέρα, αλλά η επιθυμία του ανθρώπου για λεφτά και εξουσία αποδείχτηκε δυνατότερη. Μετά από όλα αυτά η αστυνομία δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο και απλώς έφυγε.
Η ηρωίδα μας πρόσεξε ένα 2μετρο άγαλμα των Αζτέκων  στην δεξιά γωνία ενός παλατιού. Το άγαλμα αυτό ήταν μια απεικόνιση του θεού τους, του ήλιου. Η πρωταγωνίστρια όπως ακούμπησε το άγαλμα με την ελπίδα ότι θα βρει το σκουλαρίκι συνειδητοποίησε πως η μία από της 12 χρυσές και σκουριασμένες ακτίνες του ήλιου δεν ήταν κούφια μέσα της, όπως οι άλλες 11. Η νεαρή κοπέλα δεν είχε τίποτα παρά μόνο μια μικρή βαριοπούλα στην διάθεσή της, για αυτό αναγκάστηκε, αν και δεν το ήθελε να σπάσει την ακτίνα αυτή. Έβαλε όλη της την δύναμη και έκανε θρύψαλα την ακτίνα. Όμως οι Αζτέκοι ήταν έξυπνοι και είχαν προνοήσει για τυχόν εγκληματικές προσπάθειες  για αυτό και είχαν εγκαταστήσει δηλητηριώδη βέλη στην ακτίνα αυτή. Την πέτυχαν στο χέρι της δύο από αυτά και άλλα δύο κοντά στον λαιμό. Φυσικά το σκουλαρίκι δεν βρισκόταν στην ακτίνα αυτή. Αυτή περίμενε πως λογικά θα ήταν παγίδα, για αυτό ακόμα και όταν την τρύπησαν τα βέλη παρέμενε ψύχραιμη και παρατήρησε προσεκτικά το άγαλμα. Τελικά το σκουλαρίκι αυτό ήταν το ένα μάτι του ήλιου. Δηλαδή ήταν σε ανοικτή θέα. Αφού κατάφερε να ξεφύγει με το μαργαριτάρι γύρισε πίσω στην χώρα της, κοντά στη φυλή της. Το δηλητήριο ευτυχώς ήθελε περίπου τρεις μέρες για να δράσει αλλά, όταν άρχιζε να εμφανίζει συμπτώματα το άτομο, ήταν ήδη πολύ αργά.
 Όταν έφτασε στο σπίτι της, πήγε με όση δύναμη της είχε απομείνει, στο κρεβάτι της. Εκεί την υποδέχτηκε η κόρη της, η Ανούκ και ξέροντας πως δεν απέμενε πολύς χρόνος στην μητέρα της, την ρώτησε τι θα ήθελε να κάνει πριν πεθάνει. Αυτή της απάντησε πως της μένουν στην καλύτερη περίπτωση λίγες ώρες ζωής για αυτό και δεν είχε κάτι σημαντικό που θα ήθελε να κάνει. Όμως εξήγησε στην κόρη της, πως όλη αυτή η περιπέτεια άξιζε, αφού κατάφερε να της προσφέρει ένα από τα καλύτερα δώρα. .
Έτσι το απόγευμα λίγο πριν πεθάνει, η κόρη της φώναξε τον καλύτερο ζωγράφο της περιοχής να ζωγραφίσει την μητέρα της φορώντας το σκουλαρίκι, έτσι ώστε να έχει κάτι να την θυμάται. Από τότε δεν έβγαλε το σκουλαρίκι της μητέρας της καθαρά προς τιμή της. Τον πίνακα τον κράτησε.  Π.Π.



H Κλαίρη μια κοπέλα που ζούσε στην Αγγλία έχασε την δουλειά της και τον φίλο της μέσα σε μια εβδομάδα. Την πήρε από κάτω καθώς ήταν πολύ μίζερη . Μια μέρα καθόταν στον καναπέ της βλέποντας ταινίες , δεν είχε και κάτι άλλο να κάνει ,και εμφανίστηκε στο κινητό της ένας διαγωνισμός για ένα σπίτι , στον οποίο πήρε μέρος .
Την επόμενη μέρα κατέληξε να είναι η νικήτρια του διαγωνισμού . Χωρίς καν να το σκεφτεί ήθελε να πάει  να μείνει εκεί μόνιμα γιατί πίστευε πως έτσι κι αλλιώς είχε χάσει τα πάντα . Έτσι έκλεισε μια πτήση και πήγε να δει το σπίτι . Συνάντησε κάποια προβλήματα στο αεροδρόμιο και όταν πήγε εκεί είχε χαθεί . Όπως καταλαβαίνετε το ταξίδι αυτό δεν άρχισε θετικά .
Όταν επιτέλους έφτασε στο σπίτι, αυτό που αντίκρισε ήταν εντελώς αντίθετο από αυτό που περίμενε. Το σπίτι ήταν χαλασμένο και παλιό . Τα σκαλιά έβγαιναν από την θέση τους, τα αντικείμενα στο σπίτι ήταν όλα χαλασμένα , και γενικά ήταν ένα σκέτο χάλι . Όμως δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μείνει τίποτα , με τη βοήθεια των ντόπιων, η Κλαίρη αποφασίζει να ανακαινίσει το σπίτι χρησιμοποιώντας το πάθος της .
Όμως ήθελε να σχεδιάσει ένα διαφορετικό σπίτι όπου να είχε και σχέση με το επάγγελμά της . Σκεφτόταν να πραγματοποιήσει οικολογική ανακαίνιση. Αυτό δεν μπορούσε να πετύχει παρά μόνο με τη βοήθεια των ντόπιων . Της πρότειναν έναν εργολάβο για να την βοηθήσει , ο οποίος όμως ήταν και πολύ γοητευτικός . Με το που την είδε έλαμψαν τα μάτια του από την ομορφιά της .
Καθημερινά επισκεύαζαν μαζί το σπίτι , ο ένας βοηθούσε τον άλλον . Μια μέρα ο εργολάβος Τζέιμς της ζήτησε να βγούνε έξω . Όλοιξέρουμε την συνέχεια …… Το σπίτι ήταν και των δυο , στη συνέχεια έμεναν μαζί καθώς ήταν πολύ ερωτευμένοι . Στο μυαλό του Τζέιμς υπήρχε πάντα η εικόνα , όταν την πρωτοείδε . Ε. Μ. 



                                                                                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου